συσπειρώ

συσπειρώ
(I)
-άω, ΜΑ
1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.)
2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.)
3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι γωνίᾳ τῆς ἀγορᾱς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων», Πλούτ.)
αρχ.
1. ρίχνω χάμω («[ὁ σκύλαξ] γᾷ συνεσπείρασεν [τὸν σῡν]», πάπ.)
2. δένω πολλά αντικείμενα σε ένα δέμα
3. (μέσ. και παθ.) συσπειρῶμαι, -άομαι
α) σχηματίζω πυκνή παράταξη στρατιωτών
β) σχηματίζομαι σε πυκνή παράταξη
γ) μαζεύομαι, ζαρώνω («σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾱται», Πλάτ.)
δ) συγκεντρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σπειρῶ, -άω (< σπεῖρα)].
————————
(II)
-όω, Α
βλ. συσπειρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συσπείρω — ΜΑ σπείρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο μσν. παθ. συσπείρομαι είμαι έμφυτος …   Dictionary of Greek

  • συσπείρουσιν — συσπείρω sow aor subj act 3rd pl (epic) συσπείρω sow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συσπείρω sow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσπειρον — συσπείρω sow aor imperat act 2nd sg συσπείρω sow imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) συσπείρω sow imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσπαρμένον — συσπείρω sow perf part mp masc acc sg συσπείρω sow perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπαρέντων — συσπείρω sow aor part pass masc/neut gen pl συσπείρω sow aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπειρομένων — συσπείρω sow pres part mp fem gen pl συσπείρω sow pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπείρεται — συσπείρω sow aor subj mid 3rd sg (epic) συσπείρω sow pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσπειρώνω — συσπειρῶ, όω, ΝΑ 1. συστρέφω κάτι σπειροειδώς, κουλουριάζω, κουβαριάζω 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σπειροῦμαι (< σπεῖρα)] …   Dictionary of Greek

  • συνεσπαρμένη — συσπείρω sow perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσπαρμένην — συσπείρω sow perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”